Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πολιτική
- απόδοση: η τέχνη διακυβέρνησης ανθρώπινων κοινωνιών / η διακυβέρνηση κράτους & ο χειρισμός των σχέσεων με άλλα κράτη / εφαρμοζόμενες πρακτικές σε επί μέρους τομείς της δημόσιας ζωής / δέσμη ενεργειών που αποσκοπούν στην επίτευξη προσδιορισμένου στόχου / η δημόσια ζωή & η συμμετοχή στα κοινά / κάθε τι που ρυθμίζει σχέσεις ατόμων ή ομάδων / η ακολουθούμενη συμπεριφορά σύμφωνα με κάποια τακτική
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η λ του υπήρξε εσφαλμένη > λανθασμένη > ανεπιτυχής > επιτυχής
η εν λόγω εταιρεία ακολουθεί λ χαμηλού κέρδους
προτείνεται ως ενδεδειγμένη λ αυτή της δημοσιονομικής πειθαρχίας
εκ των πραγμάτων επιβάλλεται η λ λιτότητας
εγκατέλειψε το επάγγελμα προς χάριν της πολιτικής & της αφοσίωσης στα κοινά
υπήρξε ταλαντούχος στην εξωτερική λ
ακολουθεί αντιλαϊκή λ με φιλολαϊκό προσωπείο