Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αλείπτης
- απόδοση: ο προπονητής αγώνων πάλης κατά την αρχαιότητα που άλειφε τους αθλητές με λάδι προκειμένου να ξεφεύγουν από τις λαβές των αντιπάλων / ο πνευματικός που δια οδηγιών & παραινέσεων βοηθά τα πνευματικά του τέκνα να ξεφεύγουν από τις επιθέσεις του διαβόλου
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’