Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αφαίμαξη
- απόδοση: η δια θεραπευτικούς σκοπούς αφαίρεση αίματος / αφαίρεση ικανού ποσού χρημάτων με δόλιο ή εκβιαστικό τρόπο
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’