Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
πεσιμισμός
- απόδοση: η απαισιοδοξία / η αντίληψη ότι το κακό επικρατεί πάνω στο καλό σε ένα κόσμο που είναι δημιούργημα μίας θέλησης αδιάφορης στο καλό ή στο κακό
- αντίθετο: οπτιμισμός
- συγγενές: pessimisme
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’