Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
δυσβάστακτος
- απόδοση: που υπομένει κάποιος με δυσκολία / ανυπόφορος / αφόρητος / που ξεπερνάει κάθε όριο σωματικής ή ψυχικής αντοχής / η δυσανάλογη προς τις δυνατότητες οικονομική επιβάρυνση
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’