Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
λαμπροειμονία
- απόδοση: το να φορά κάποιος λαμπρά πολυτελή ενδύματα
- συγγενές: λαμπροείμων
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ίδιον των αρχιερέων η υπερβάλλουσα λαμπροειμονία