Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
δυσαρέσκεια
- απόδοση: δυσάρεστο συναίσθημα που εκδηλώνεται δια του λόγου ή των πράξεων / μορφή επίπληξης σε υφιστάμενο από τον προϊστάμενο σε μία ιεραρχία
- αντίθετο: ευαρέσκεια
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ο διευθύνων σύμβουλος εξέφρασε την δυσαρέσκειά του προς τον προσωπάρχη για την μειωμένη απόδοση του προσωπικού