Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ευαρέσκεια
- απόδοση: συναίσθημα ηθικής ικανοποίησης / επίσημος έπαινος από ανώτερο σε κατώτερο σε μία ιεραρχία
- αντίθετο: δυσαρέσκεια
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ο διοικών συνταγματάρχης εξέφρασε την ευαρέσκειά του προς τον διοικητή του τάγματος