Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
προεδρικός
- απόδοση: που αναφέρεται ή σχετίζεται με πρόεδρο ή με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναφέρθηκε στο σχετιζόμενο με την υπόθεση προεδρικό διάταγμα
άνθρωπος του προεδρικού περιβάλλοντος
διετέλεσε επί προεδρίας Τσάτσου προεδρικός σύμβουλος
εις εκ των χειριστών του προεδρικού αεροσκάφους
επέλεξαν δια δημοψηφίσματος καθεστώς προεδρικής δημοκρατίας
ερωτοτροπεί με την προεδρική καρέκλα του εν λόγω οργανισμού
κατείχε επί μακρόν το προεδρικό αξίωμα στον Άρειο Πάγο
παρευρέθηκε στην δεξίωση που έλαβε χώρα στο προεδρικό μέγαρο
προσφάτως ανήλθε του προεδρικού θώκου
υπηρετεί ως αξιωματικός στην προεδρική φρουρά