Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
μηχανορραφία
- απόδοση: ενέργεια στρεφόμενη εναντίον κάποιου χαρακτηριζόμενη από μυστικότητα & δολιότητα
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
πολλά διδάχθηκε από τις Βυζαντινές μηχανορραφίες