Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αρμονία
- απόδοση: η συμμετρική σχέση των επί μέρους μερών συνόλου μεταξύ τους & ως προς το σύνολο / η ομόνοια μεταξύ ατόμων ή ομάδων / η παρουσία σύμπνοιας ή συνεργασίας
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’