Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
τερατώδης
- απόδοση: που ομοιάζει με τέρας / που είναι πολύ μεγάλο / που στερείται αρμονίας ή λογικής / ο αντίθετος με την πραγματικότητα ή την ηθική τάξη
- γένη: -ης -ης -ες
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’