Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
υποβολέας
- απόδοση: θεατρικός υπάλληλος που κατά την διάρκεια της παραστάσεως υποβοηθεί τους ηθοποιούς υπαγορεύοντας χαμηλόφωνα το κείμενο του ρόλου τους / που υποδεικνύει σε κάποιον τι πρέπει να πει
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’