Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αγρανάπαυση
- απόδοση: σκόπιμη διακοπή καλλιέργειας ενός αγρού προκειμένου να ανακτήσει την παραγωγική του δύναμη
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’