Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
σκαπανέας
- απόδοση: ο έχων ειδικότητα τις σκαπτικές εργασίες στο στράτευμα / που δραστηριοποιούμενος σε ένα τομέα ανοίγει το δρόμο & σε άλλους
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’