Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
υποκοσμιακός
- απόδοση: που ζει στο περιθώριο της ζωής ενεργώντας με παράνομο τρόπο
- συγγενές: υπόκοσμος
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’