Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
προσκόλληση
- απόδοση: η καθ΄ υπερβολήν αφοσίωση / εξάρτηση / εμμονή σε ιδεολογία ή ιδέα / επίμονη παρουσία σε συντροφιά η άνευ προσκλήσεως
- συγγενές: προσκολλημένος
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’