Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κτηνοβασία
- απόδοση: διαταραχή του γενετήσιου ενστίκτου κατά την οποία επιτυγχάνεται σεξουαλική διέγερση με πράξη συνουσίας με ζώα
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’