Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ακροβασία
- απόδοση: η τέχνη του ακροβάτη / ενέργεια παράτολμη & επικίνδυνη που δεν ακολουθεί σίγουρη & δοκιμασμένη οδό / επικίνδυνη πράξη που απαιτεί ικανότητα & επιδεξιότητα
- συγγενές: ακροβάτης
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’