Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
σχοινοβάτης
- απόδοση: ο εκτελών ασκήσεις σχοινοβασίας σε επαρκώς τεντωμένο σχοινί
- συγγενές: σχοινοβασία
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’