Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ψιθυριστής
- απόδοση: το όργανο προπαγανδιστικού μηχανισμού που διαδίδει ψευδείς κυρίως ή διαστρεβλωμένες φήμες εις βάρος του κύρους ατόμου ή καταστάσεως / που δια των διαδιδόμενων επιδιώκει να προκαλέσει ανησυχία στην κοινή γνώμη
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’