Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ωραιοπαθής
- απόδοση: που θαυμάζει & επιδεικνύει την ομορφιά του εαυτού του / ο ναρκισσευόμενος
- γένη: -ής -ής -ές
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’