Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κεκαρμένος
- απόδοση: κουρεμένος
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
προσφάτως λ σε πολυτελές κομμωτήριο της Αθήνας
λ σε πολυτελές κομμωτήριο της Αθήνας