Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
προπετής
- απόδοση: ο αυθάδης / που μιλάει απερίσκεπτα / που βιάζεται να πει κάτι χωρίς προηγουμένως να το σκεφθεί
- συγγενές: προπέτης
- γένη: -ής -ής -ές
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’