Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ιεραρχία
- απόδοση: το σύνολο των οργανικών θέσεων εν σειρά η οποία δείχνει τη σχέση εξάρτησης που συνδέει τους κατέχοντες τις θέσεις αυτές
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ανήλθε την κλίμακα της κομματικής ιεραρχίας & αξιώθηκε να διατελέσει γενικός γραμματέας του κόμματος
ο δεύτερος τη τάξει στην ιεραρχία της εταιρείας επί μακρόν διάστημα