Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αφανής
- απόδοση: ο μη αντιληπτός / που δεν έχει κοινωνική θέση / που δεν είναι γνωστό το όνομά του
- γένη: -ής -ής -ές
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’