Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
παλλακεία
- απόδοση: θεσμός αρχαίων κοινωνιών που επέτρεπε τη συγκατοίκηση ανδρός & γυναικός που συνδέονταν ερωτικά χωρίς να έχουν τελέσει γάμο / η κατά τους Βυζαντινούς σχέση ελάχιστα απέχουσα από την πορνεία
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’