Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
άσωτος
- απόδοση: ο χωρίς μέτρο & φραγμό κατά την διασκέδαση / που σπαταλά τα χρήματα ασυλλόγιστα
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’