Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ερείπιο
- απόδοση: κτίριο ευρισκόμενο σε ιδιαίτερα κακή κατάσταση / άτομο ευρισκόμενο σε κατάπτωση / ό,τι απέμεινε από καταστροφή κτισμάτων
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’