Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
συρροή
- απόδοση: μετακίνηση ικανού αριθμού ατόμων & συγκέντρωση αυτών σε κάποιο χώρο / συσσώρευση / συμβολή υδάτων
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’