Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
βεβαιότητα
- απόδοση: απουσία αμφιβολίας / σιγουριά
- αντίθετο: αβεβαιότητα
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
η κατάσταση του δημιουργεί ισχυρό αίσθημα βαβαιότητας