Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κιγκαλερία
- απόδοση: περιληπτική ονομασία για εξαρτήματα από μέταλλο που προορίζονται για οικοδομική χρήση
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’