Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εξουσία
- απόδοση: η επιβολή σε άτομο ή πλήθος ατόμων / το να ενεργεί ή να φέρεται με τρόπο ορισμένο / η δυνατότητα να επιβάλλει άτομο ή ομάδα ατόμων εις τρίτους υπακοή
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ανέκαθεν η κυρίαρχη κοινωνική τάξη ως ιεραρχικά ανώτερη ασκεί εξουσία
πολιτική εκπορευόμενη από διεθνή κέντρα εξουσίας & δη υποστηριζόμενη από διάσπαρτους συνεργούς
του προσάπτουν κατάχρηση εξουσίας