Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
τρόπαιο
- απόδοση: ο σωρός από λάφυρα κατά την αρχαιοελληνική εποχή / μεγαλοπρεπές μνημείο κατά τη ρωμαϊκή εποχή / αντικείμενο ως απόδειξη επιτυχίας κάτι που επιβεβαιώνει πολύμοχθη προσπάθεια όπως μετάλλιο δίπλωμα κτλ
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’