Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ραβδούχος
- απόδοση: αυτός που κρατά ράβδο / ο επιφορτισμένος με την τήρηση της τάξεως στην Αρχαία Αθήνα
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’