Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κάκωση
- απόδοση: η με βίαιο τρόπο ή με απότομη κίνηση προκληθείσα σωματική βλάβη
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
βρέθηκε ημιθανής στο άκρον του δρόμου με βαρύτατη κρανιοεγκεφαλική λ