Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
εθνοκάθαρση
- απόδοση: η απομάκρυνση στοιχείων ξένων από εθνολογικής απόψεως από την πληθυσμιακή σύνθεση ενός λαού συνήθως με βίαιο τρόπο
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
κατά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας εφαρμόσθηκε εκατέρωθεν & δη εντόνως πολιτική εθνοκάθαρσης