Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διευθυντήριο
- απόδοση: ολιγομελές όργανο που λαμβάνει αποφάσεις με τρόπο αυθαίρετο & αυταρχικό
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
συγκροτήθηκε λ από προσωπικότητες κύρους προς διάσωση του οργανισμού