Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
προσκυνητής
- απόδοση: που επισκέπτεται θρησκευτικό χώρο προκειμένου να εκδηλώσει πίστη στον Θεό ή στον τιμώμενο άγιο / τιμητικός τίτλος για Ορθόδοξο που επισκέπτεται τους Αγίους Τόπους
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’