Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αστικός
- απόδοση: που ανήκει ή αναφέρεται στην πόλη / που αναφέρεται στην αστική τάξη / που εκφράζει αξίες της αστικής τάξης / που αναφέρεται στον πολίτη ως υπήκοο κράτους με τα δικαιώματα & τις υποχρεώσεις που απορρέουν
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναφέρεται στο αστικό δίκαιο
γόνος αστικής οικογένειας της Κωνσταντινούπολης
διέπραξε αστικό αδίκημα
επιλέγει για τις μετακινήσεις του τις αστικές συγκοινωνίες
μονίμως καταφέρεται εναντίον της αστικής τάξης
οι μετανάστες συρρέουν ως επί το πλείστον σε αστικά κέντρα
οι πράξεις τους έθεσαν εν κινδύνω το αστικό καθεστώς
πανδρεύτηκε κόρη αστικής καταγωγής
πρόκειται για αξιόλογο άτομο με αστική συνείδηση
φέρει την αστική ευθύνη