Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
αριστοκρατικός
- απόδοση: που ανήκει στην αριστοκρατία / που χαρακτηρίζει μία περιορισμένη μειοψηφία
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
όπως κι αν έχουν τα πράγματα εκφράζεται με αριστοκρατικούς τρόπους