Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
θεσιθήρας
- απόδοση: που επιδιώκει επίμονα να καρπωθεί δημόσια θέση χωρίς την διάθεση να εργασθεί με ευσυνειδησία & σοβαρότητα
- γένη: ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’