Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
θρεμμένος
- απόδοση: ανεπτυγμένος / μεγαλωμένος κατά το σώμα ή το μυαλό
- γένη: -ος -η -ο
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
υπήρξε από τα φοιτητικά της βαθιά θρεμμένη με την σκέψη του Νίτσε