Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
δυστροπία
- απόδοση: η δημιουργία δυσκολιών κατά την συναναστροφή με άλλα άτομα / η παρουσιαζόμενη από δύστροπα άτομα έλλειψη προσαρμοστικότητας
- γένη: η
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’