Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
διεθνής
- απόδοση: που έχει σχέση με το σύνολο των εθνών ή με τα περισσότερα εξ αυτών
- γένη: -ής -ής -ές
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αναμένεται λ συνάντηση επί θεμάτων ασφαλείας
από τη συνάντηση προέκυψε λ συμφωνία
για τη διαμόρφωση των τιμών συγκροτήθηκε λ οργανισμός
γνωρίζει επαρκώς τη διεθνή πρακτική περί εμπορίου
έκθεση διεθνούς ενδιαφέροντος
η πτώση των δίδυμων πύργων αποτέλεσε διεθνές γεγονός
η στρατηγική εκπορεύεται από διεθνές κέντρο εξουσίας
θίγει διεθνή συμφέροντα
μουσικό έργο που σημείωσε διεθνή επιτυχία
παρακολούθησε διεθνές forum
τη χρηματοδότηση ανέλαβε λ Τράπεζα
την κατασκευή του λιμένος ανέλαβε λ οίκος