Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
θήλυς
- απόδοση: το θηλυκό
- αντίθετο: άρρην
- γένη: -υς -εια -υ
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
αν & αρρενωπός περιέργως παρουσιάζει θήλεια συμπεριφορά
απέκτησε παιδί & είναι φύλο θήλυ
από τον δεύτερο γάμο απέκτησε θήλεα τέκνα
εκφράζεται με θήλεια λεπτότητα
παρακολουθεί εις τον Πειραιά λύκειο θηλέων
πρόκειται για άρρεν τέκνο με θήλεια χαρακτηριστικά