Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κράτος
- απόδοση: η ανώτατη εξουσία η έχουσα νομικό πρόσωπο που ασκείται στους διαμένοντες στον καταλαμβανόμενο χώρο / ο γεωγραφικός χώρος η επικράτεια που ισχύει η κάθε εξουσία / η κυριαρχία καταστάσεως
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
ευρέθη εντός των ορίων του Ελληνικού Κράτους
ευρέθη υπό το λ του φόβου > του πανικού > της σύγχυσης > του εκνευρισμού
η επιχείρηση περιήλθε στο Ελληνικό λ
ο Χριστός δια της αναστάσεως κατέλυσε το λ του θανάτου
το απόγευμα θα μεταδοθεί το διάγγελμα του Αρχηγού του Κράτους