Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κρατικός
- απόδοση: ο δημόσιος, που ανήκει ή ασκείται από το κράτος
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
διακαής πόθος των Κούρδων το να αποκτήσουν κρατική οντότητα
διετέλεσε προμηθευτής κρατικών οργανισμών
η εταιρεία βρίσκεται υπό κρατικό έλεγχο
η υπηρεσία του διαθέτει & κρατικό αυτοκίνητο
ο υπό δημόσιο έλεγχο οργανισμός διαχειρίζεται κρατική περιουσία
ο υπουργός οικονομικών θα παρουσιάσει τον κρατικό προϋπολογισμό
οι έχοντες τρία παιδιά & άνω να καθίστανται αποδέκτες κρατικής πρόνοιας
οι τιμές των αγαθών απαιτούν κρατική επιτήρηση
υφιστάμεθα την χρόνια δυσλειτουργία της κρατικής μηχανής