Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
ημεδαπός
- απόδοση: που προέρχεται ή κατάγεται από την ίδια χώρα με τον ομιλητή
- αντίθετο: αλλοδαπός
- γένη: -ός -ή -ό
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
από δεχθείσες εμπειρίες θεωρώ απείρως ανώτερους τους ημεδαπούς βιβλιοδέτες από αυτούς της λοιπής Ευρώπης
για λόγους καταναλωτικής συνειδήσεως δείχνει προτίμηση στα ημεδαπά προϊόντα
το θέρος περιηγήθηκε εις την ημεδαπή