Συμπράξατε, στην διεύρυνση του Λεξικού Ελληνικών, δια προτεινόμενων λημμάτων.
κρατίδιον
- απόδοση: μικρότατο κράτος
- γένη: το
- θεματολογία: ‘ Πλήθος Ουσιαστικών - Επιθέτων - Μετοχών ’
πολίτης του κρατιδίου του Σαν Μαρίνο > του Βατικανού
πολίτης του κρατιδίου του Σαν Μαρίνο > του Βατικανού